- μελανόῤῥιζος
- μελανόῤ-ῥιζος, schwarzwurzelig
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
μελανόρριζον — μελανόρριζον, τὸ (Α) το φυτό ελλέβορος ο μέλας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ενός αμάρτυρου επιθέτου *μελανόρριζος] … Dictionary of Greek